Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σε είδα στο

  • 1 ονειρο(ν)

    τό
    1) сновидение, сон;

    είδα ονειρο(ν) — мне приснилось;

    σε είδα στο ονειρο(ν) — я видел тебя во сне;

    ονειρο(ν) θα το είδες ασφαλώς — ты, наверное, во сне это видел;

    2) перен. грёза, мечта, несбыточное желание; фантазия;
    εκπληρώθηκε το όνειρό του его мечта сбылась; 3) сказочная, волшебная красота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονειρο(ν)

  • 2 ονειρο(ν)

    τό
    1) сновидение, сон;

    είδα ονειρο(ν) — мне приснилось;

    σε είδα στο ονειρο(ν) — я видел тебя во сне;

    ονειρο(ν) θα το είδες ασφαλώς — ты, наверное, во сне это видел;

    2) перен. грёза, мечта, несбыточное желание; фантазия;
    εκπληρώθηκε το όνειρό του его мечта сбылась; 3) сказочная, волшебная красота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονειρο(ν)

  • 3 έρχομαι

    (αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.
    1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;

    έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;

    δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;
    2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);

    έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;

    4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);
    5) подходить, приближаться, наступать;

    τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;

    μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;

    έρχεται μπόρα — приближается гроза;

    έρχεται βροχή — собирается дождь;

    6) появляться;

    έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;

    έρχομαι εις φως — обнаруживаться;

    έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;

    7) охватывать, внезапно овладевать;
    του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);

    έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;

    10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);

    έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;

    έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);

    11) переворачиваться (падая);
    ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);

    πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;

    13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;

    καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;

    14) соглашаться;
    ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;

    δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;

    15) приходить (к чему-л.);

    έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;

    16) хотеть, собираться;

    διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;

    πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);

    § έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;

    έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;

    έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);

    μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;

    τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;

    έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;

    έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;

    έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;

    καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;
    ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;

    πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);

    πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;
    εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;

    έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;

    Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρχομαι

См. также в других словарях:

  • αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που …   Dictionary of Greek

  • Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»